αυτοπυρπόληση
Προφορά
Ετυμολογία
αυτοπυρπόληση αυτοπυρπολούμαι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αυτοπυρπόληση
✦ η πράξη του αυτοπυρπολούμενου: πολύ χειρότερη μοίρα είχαν οι αφελείς βουδιστές μοναχοί… με τις διαμαρτυρίες και τις αυτοπυρπολήσεις τους (Οικονομικός Ταχυδρόμος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–