αυτοπλαστική
Προφορά
Ετυμολογία
αυτοπλαστική αυτός + πλαστική• απόδ. στην └ελλ┘ των └αγγλ┘autoplasty – └γαλλ┘ autoplastie
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αυτοπλαστική
✦ μεταμόσχευση δέρματος από ένα μέρος του σώματος σε άλλο του ίδιου ατόμου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–