αυτολογοκρισία
Προφορά
Ετυμολογία
αυτολογοκρισία αυτολογοκρίνομαι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αυτολογοκρισία
✦ λογοκρισία που ασκεί ο ίδιος ο δημιουργός στο έργο του: η αυτολογοκρισία είναι συνηθισμένο φαινόμενο στα κρατικά μέσα μαζικής επικοινωνίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–