αυτοκόλλητος
Προφορά
Ετυμολογία
αυτοκόλλητος αυτός + κολλώ
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αυτοκόλλητος -η, -ο
✦ κατασκευασμένος έτσι, ώστε να επικολλάται χωρίς την προσθήκη κολλητικής ουσίας: ταινία αυτοκόλλητη
✦ ουδ. αυτοκόλλητο ως ουσ., κομμάτι από ύφασμα, πλαστικό, χαρτί κτλ. που στη μια πλευρά του έχει συγκολλητική ουσία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–