αυτοκρατορία


αυτοκρατορία
Προφορά

Ετυμολογία
αυτοκρατορία μεταγενέστερη ελληνική αὐτοκρατορία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αυτοκρατορία

✦ η εξουσία και το αξίωμα του αυτοκράτορα
✦ χώρα που κυβερνιέται από αυτοκράτορα
(μτφ. ) μεγάλος εμπορικός, οικονομικός οργανισμός που ελέγχεται από ένα πρόσωπο ή ομάδα: βιομηχανική αυτοκρατορία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.