αυτοκράτειρα
Προφορά
Ετυμολογία
αυτοκράτειρα αρχαία ελληνική αὐτοκράτωρ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αυτοκράτειρα
✦ θηλ. αυτοκρατόρισσα κ. αυτοκράτειρα (Κ αυτοκράτωρ, -ορος) απόλυτος μονάρχης (ιδ. μεγάλης επικράτειας)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–