αυτοδύτης
Προφορά
Ετυμολογία
αυτοδύτης αυτό(νομος) + δύτης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αυτοδύτης
✦ δύτης εφοδιασμένος με αυτόνομη εξάρτυση που περιλαμβάνει τις απαιτούμενες για την αναπνοή του φιάλες οξυγόνου ή πεπιεσμένου αέρα, σε αντίθεση προς το δύτη που συνδέεται με εγκατάσταση παροχής αέρα η οποία βρίσκεται στην επιφάνεια του νερού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–