αυτοδιοίκηση
Προφορά
Ετυμολογία
αυτοδιοίκηση αυτοδιοικούμαι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αυτοδιοίκηση
✦ η διοικητική ανεξαρτησία
✦ (ειδ.) η εξουσία τοπικών ή ειδικών δημόσιων οργανισμών να διαχειρίζονται τις υποθέσεις τους, χωρίς ουσιαστική ανάμειξη του κράτους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–