αυτοδικία
Προφορά
Ετυμολογία
αυτοδικία αυτόδικος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αυτοδικία
✦ η επιδίωξη αδικημένου να ικανοποιηθεί χωρίς να προσφύγει στις νόμιμες και αρμόδιες αρχές, στηριζόμενος στις δικές του δυνάμεις: χωρίς δικαιοσύνη θα είχαμε την αυτοδικία, την αναρχία (Άγγ. Βλάχος)
✦ επίθεση εναντίον κάποιου, χειροδικία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–