αυτοδίδακτος


αυτοδίδακτος
Προφορά

Ετυμολογία
αυτοδίδακτος αρχαία ελληνική αὐτοδίδακτος

Ερμηνεία
αυτοδίδακτος

✦ κ. αυτοδίδαχτος, -η, -ο επίθ. (Κ -κτος, -ος, -ον) που έμαθε μόνος του (γράμματα, τέχνη κλπ.) χωρίς δασκάλους: αυτοδίδακτος ζωγράφος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αυτοδίδακτα κ.αυτοδίδαχτα (Κ αυτοδιδάκτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.