αυτοδέσποτος
Προφορά
Ετυμολογία
αυτοδέσποτος μεταγενέστερη ελληνική αὐτο-δέσποτος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αυτοδέσποτος -η, -ο
✦ αυτεξούσιος, ανεξάρτητος
✦ ουδ. το αυτοδέσποτο(ν), ως ουσ., ανεξαρτησία, αυτονομία: η Αθωνική Πολιτεία από της ιδρύσεώς της, έχοντας το αυτοδέσποτο και αυτοδιοίκητο… (Αντί)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–