αυτογένεση


αυτογένεση
Προφορά

Ετυμολογία
αυτογένεση μεταγενέστερη ελληνική αὐτο-γένεσις, -εως

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αυτογένεση

(βιολ.) η αυτόματη γένεση ενόργανων όντων από ανόργανη ύλη, ά. αυτογονία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.