αυτοαποκαλούμαι
Προφορά
Ετυμολογία
αυτοαποκαλούμαι αυτός + αποκαλούμαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αυτοαποκαλούμαι -είσαι, -είται
✦ απονέμω, αυθαίρετα, τίτλο ή ιδιότητα στον εαυτό μου, αυτοονομάζομαι: οι αυτοαποκαλούμενες προοδευτικές δυνάμεις παραμένουν προσκολλημένες στα χρεοκοπήσαντα οράματα (Οικον. Ταχυδρόμος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–