αυτοαπασχόληση Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply αυτοαπασχόλησηΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/1/αυτοαπασχόληση.mp3Ετυμολογίααυτοαπασχόληση αυτοαπασχολούμαι Ερμηνείαουσιαστικό└θηλυκό┘ η αυτοαπασχόληση ✦ η προσωπική απασχόληση κάποιου, συν. αγρότη ή βιοτέχνη, στη δική του εργασία Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–