αυτοαπασχόληση


αυτοαπασχόληση
Προφορά

Ετυμολογία
αυτοαπασχόληση αυτοαπασχολούμαι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αυτοαπασχόληση

✦ η προσωπική απασχόληση κάποιου, συν. αγρότη ή βιοτέχνη, στη δική του εργασία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.