αυτισμός
Προφορά
Ετυμολογία
αυτισμός └γαλλ┘ autisme
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αυτισμός
✦ ψυχική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από περιορισμό του ατόμου στο δικό του κόσμο των ιδεών και από εκούσια διακοπή της επαφής με το περιβάλλον
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–