αυτηκοΐα


αυτηκοΐα
Προφορά

Ετυμολογία
αυτηκοΐα αυτήκοος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αυτηκοΐα

✦ το να ακούει κάποιος κάτι με τα ίδια του τα αφτιά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.