αυτεπαγγέλτως
Προφορά
Ετυμολογία
αυτεπαγγέλτως μεταγενέστερη ελληνική αὐτεπαγγέλτως
Ερμηνεία
└επίρρημα┘ αυτεπαγγέλτως
✦ κατά τρόπο αυτεπάγγελτο: η αυτεπαγγέλτως ασκηθείσα δίωξη – το δικαστήριον θα σου διορίσει συνήγορον αυτεπαγγέλτως (Μ. Καραγάτσης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–