αυτασφάλεια Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply αυτασφάλειαΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/1/αυτασφάλεια.mp3Ετυμολογίααυτασφάλεια αυτός + ασφάλεια Ερμηνείαουσιαστικό└θηλυκό┘ η αυτασφάλεια ✦ η ασφάλιση με καταβολή των ασφαλίστρων εξ ολοκλήρου από τον ασφαλιζόμενο, χωρίς συμμετοχή του εργοδότη Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–