αυταρχισμός


αυταρχισμός
Προφορά

Ετυμολογία
αυταρχισμός αυταρχία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αυταρχισμός

✦ δεσποτική επιβολή της εξουσίας κατά την οποία αγνοείται η ατομική ελευθερία της σκέψης και της πράξης και επιδιώκεται η τυφλή υποταγή σ’ αυτήν: στην αντιπαράθεση αυταρχισμού και ελευθερίας, ποτέ δεν ηττήθηκε η ελευθερία (Ελευθεροτυπία)
✦ αυταρχική συμπεριφορά, αυταρχικότητα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.