αυταπάρνηση


αυταπάρνηση
Προφορά

Ετυμολογία
αυταπάρνηση αυτός + απάρνηση

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αυταπάρνηση

✦ αυτοθυσία, θυσία του προσωπικού συμφέροντος υπέρ των άλλων
✦ η αφοσίωση στο καθήκον, πιστή εκτέλεση του καθήκοντος: η επαναστατική αυταπάρνηση δεν είναι ηρωισμός, είναι μια ανάγκη (Διδώ Σωτηρίου)

Συνώνυμα
ανιδιοτέλεια, αλτρουϊσμός
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.