αυταξία


αυταξία
Προφορά

Ετυμολογία
αυταξία αυτός + αξία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αυταξία

✦ η ενυπάρχουσα σε κάτι αξία, το να έχει κάτι αξία εξαιτίας του ίδιου: η απομόνωση της αίσθησης και η αυταξία της (Οδ. Ελύτης)
✦ η αξία που θεωρεί κάποιος ότι έχει, αυτοεκτίμηση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.