αυστραλοπίθηκος
Προφορά
Ετυμολογία
αυστραλοπίθηκος λατ. ον. australopithecus
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αυστραλοπίθηκος
✦ μεγαλόσωμος, ανθρωποειδής πίθηκος που απολιθωμένα λείψανά του βρέθηκαν στην Νότια Αφρική
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–