αυστραλιακός


αυστραλιακός
Προφορά

Ετυμολογία
αυστραλιακός Αυστραλία

Ερμηνεία
αυστραλιακός

✦ κ. αυστραλιανός, -ή, -ό επίθ. που ανήκει ή αναφέρεται στην Αυστραλία ή τους Αυστραλούς
✦ ο καταγόμενος από την Αυστραλία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.