αυξάνω


αυξάνω
Προφορά

Ετυμολογία
αυξάνω αρχαία ελληνική αὐξάνω

Ερμηνεία
αυξάνω

✦ κ. αυξαίνω ρ. (αύξ-ησα, -ήθηκα, -ημένος) κάνω κάτι μεγαλύτερο, περισσότερο από ό,τι είναι
✦ γίνομαι μεγαλύτερος ή περισσότερος

Συνώνυμα
μεγαλώνω, πληθαίνω
Αντίθετα
μειώνω, ελαττώνω, μικραίνω, λιγοστεύω
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.