αυθορμητισμός
Προφορά
Ετυμολογία
αυθορμητισμός αυθόρμητος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αυθορμητισμός
✦ η τάση προς την αυτόβουλη, χωρίς εξωτερικούς φραγμούς, ενέργεια: έχει στις εκδηλώσεις της, ένα γοητευτικό αυθορμητισμό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–