αυθεντικός


αυθεντικός
Προφορά

Ετυμολογία
αυθεντικός μεταγενέστερη ελληνική αὐθεντικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ αυθεντικός -ή, -ό

✦ γνήσιος: στους αυθεντικούς μυθιστοριογράφους αισθάνεσαι, διαβάζοντας, τη δημιουργική πνοή (Γ. Θεοτοκάς)
✦ έγκυρος, αναμφισβήτητος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αυθεντικά (Κ αυθεντικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.