αυθαίρετο


αυθαίρετο
Προφορά

Ετυμολογία
αυθαίρετο └ουδ┘ του επιθέτου αυθαίρετος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το αυθαίρετο

✦ κτίσμα παράνομο, χωρίς την άδεια των αρμόδιων υπηρεσιών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.