ατός


ατός
Προφορά

Ετυμολογία
ατός μεσαιωνική ελληνική ἀπατός, από το ἀπ’ αὐτόν

Ερμηνεία
ατός

✦ κ. ατός, -ή, -ό αντων. (με γεν. προσωπ. αντων. μου, σου, του) μόνος μου, εγώ ο ίδιος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.