ατυράννητος


ατυράννητος
Προφορά

Ετυμολογία
ατυράννητος ἀ στερητικό + τυραννώ

Ερμηνεία
ατυράννητος

✦ -η, -ο κ. ατυράννητος κ. ατυράγνιστος επίθ. αυτός που δεν τυραννίστηκε, που δεν πέρασε βάσανα, ταλαιπωρίες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.