ατσούγκριστος
Προφορά
Ετυμολογία
ατσούγκριστος ἀ στερητικό + τσουγκρίζω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ατσούγκριστος -η, -ο
✦ που δεν τσουγκρίστηκε, για κάτι που δεν συγκρούστηκε ελαφρά με κάτι άλλο: ατσούγκριστα αβγά – ατσούγκριστα ποτήρια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–