ατσιγαρία


ατσιγαρία
Προφορά

Ετυμολογία
ατσιγαρία ἀ στερητικό + τσιγάρο

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ατσιγαρία

✦ έλλειψη τσιγάρου
(μτφ. ) έσχατη ένδεια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.