ατσαλώνω


ατσαλώνω
Προφορά

Ετυμολογία
ατσαλώνω ατσάλι

Ερμηνεία
ρήμα ατσαλώνω

✦ μεταβάλλω σε ατσάλι ή καλύπτω με ατσάλι
(μτφ. ) δυναμώνω, τονώνω ψυχικά ή ηθικά: και την καρδιά ατσαλώσαμε με τη δικιά σου, οχτρέ, απονιά (Κ. Βάρναλης)

Συνώνυμα
χαλυβδώνω
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.