ατσαλένιος


ατσαλένιος
Προφορά

Ετυμολογία
ατσαλένιος ατσάλι

Ερμηνεία
επίθετο┘ ατσαλένιος -ια, -ιο

✦ ο φτιαγμένος από ατσάλι, χαλύβδινος: κάστρο ξακουστό …με πόρτες ατσαλένιες, κι αργυρά κλειδιά (δημ. τραγ.)
(μτφ. ) σκληρός, αλύγιστος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.