ατσαλάκωτος


ατσαλάκωτος
Προφορά

Ετυμολογία
ατσαλάκωτος ἀ στερητικό + τσαλακώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ατσαλάκωτος -η, -ο

✦ που δεν τσαλακώθηκε ή δεν τσαλακώνεται

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ατσαλάκωτα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.