ατσάλωση


ατσάλωση
Προφορά

Ετυμολογία
ατσάλωση ατσαλώνω

Ερμηνεία
ατσάλωση

✦ επικάλυψη με ατσάλι
(μτφ. ) δυνάμωμα, ψυχική ή ηθική τόνωση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.