ατσάκιστος


ατσάκιστος
Προφορά

Ετυμολογία
ατσάκιστος ἀ στερητικό + τσακίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ατσάκιστος -η, -ο

✦ που δεν τσακίστηκε, δε διπλώθηκε
✦ ο χωρίς τσάκιση: ατσάκιστο παντελόνι
✦ (μτφ. για πρόσ.) αυτός τον οποίο δεν τσάκισε η ηλικία ή τα βάσανα: μπήκε κορδωτός, ατσάκιστος, ψηλός (Γ. Μπεράτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.