ατρόχιστος


ατρόχιστος
Προφορά

Ετυμολογία
ατρόχιστος ἀ στερητικό + τροχίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ατρόχιστος -η, -ο

✦ που δεν τροχίστηκε: ατρόχιστο μαχαίρι

Συνώνυμα

Αντίθετα
τροχισμένος, ακονισμένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.