ατροφικός


ατροφικός
Προφορά

Ετυμολογία
ατροφικός ατροφία

Ερμηνεία
επίθετο┘ ατροφικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με την ατροφία
✦ ο χαρακτηριζόμενος από ατροφία, ασθενικός: ατροφικό παιδί

Συνώνυμα

Αντίθετα
υπερτροφικός
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.