ατροφία
Προφορά
Ετυμολογία
ατροφία αρχαία ελληνική ἀτροφία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ατροφία
✦ ατελής, κακή θρέψη
✦ παθολογική εξασθένιση, ελάττωση μεγέθους ή εκφυλισμός κυττάρων, ιστών ή οργάνων του σώματος: ατροφία των μυών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–