ατροποποίητος
Προφορά
Ετυμολογία
ατροποποίητος ἀ στερητικό + τροποποιώ
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ατροποποίητος -η, -ο
✦ ο χωρίς τροποποιήσεις: το νομοσχέδιο ψηφίστηκε ατροποποίητο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
τροποποιημένος
Επιρρήματα
ατροποποίητα (Κ ατροποποιήτως)