ατρομοκράτητος


ατρομοκράτητος
Προφορά

Ετυμολογία
ατρομοκράτητος ἀ στερητικό + τρομοκρατώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ ατρομοκράτητος -η, -ο

✦ αυτός που δεν έχει τρομοκρατηθεί ή δεν τρομοκρατείται εύκολα

Συνώνυμα
ατρόμητος, άφοβος
Αντίθετα
τρομοκρατημένος, καταπτοημένος, φοβισμένος, κατατρομαγμένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.