ατρησία


ατρησία
Προφορά

Ετυμολογία
ατρησία άτρητος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ατρησία

✦ η έλλειψη οπής εκεί όπου κανονικά έπρεπε να υπάρχει: ατρησία δακτυλίου (έλλειψη πρωκτού)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.