ατρεμούλιαστος


ατρεμούλιαστος
Προφορά

Ετυμολογία
ατρεμούλιαστος ἀ στερητικό + τρεμουλιάζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ατρεμούλιαστος -η, -ο

✦ αυτός που δεν τρεμουλιάζει, που δεν τρέμει (από φόβο, κρύο, αρρώστια κτλ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.