ατραυμάτιστος


ατραυμάτιστος
Προφορά

Ετυμολογία
ατραυμάτιστος ἀ στερητικό + τραυματίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ατραυμάτιστος -η, -ο

✦ που δεν τραυματίστηκε

Συνώνυμα

Αντίθετα
τραυματισμένος, λαβωμένος, πληγωμένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.