ατού Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply ατούΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/1/ατού.mp3Ετυμολογίαατού └γαλλ┘ atout Ερμηνεία ατού ✦ άκλ. παιγχνιόχαρτο που κερδίζει ✦ (μτφ. ) πλεονέκτημα, ισχυρό επιχείρημα Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–