ατού


ατού
Προφορά

Ετυμολογία
ατού └γαλλ┘ atout

Ερμηνεία
ατού

✦ άκλ. παιγχνιόχαρτο που κερδίζει
(μτφ. ) πλεονέκτημα, ισχυρό επιχείρημα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.