ατοποθέτητος
Προφορά
Ετυμολογία
ατοποθέτητος ἀ στερητικό + τοποθετώ
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ατοποθέτητος -η, -ο
✦ που δεν έχει τοποθετηθεί στη θέση που πρέπει: τα περισσότερα έπιπλα είναι ατοποθέτητα ακόμη
✦ (μτφ. για πρόσ.) ο αδιόριστος ή ο διορισμένος που δεν έχει τοποθετηθεί ακόμη σε υπηρεσία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–