ατονώ
Προφορά
Ετυμολογία
ατονώ αρχαία ελληνική ἀτονῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ατονώ -είς, -εί
✦ γίνομαι άτονος, εξασθενώ, αδυνατίζω: δεν είχα, ως φαίνεται, την αντοχή. Οι δυνάμεις μου όλες είχαν ατονήσει (Γ. Θεοτοκάς)
✦ (νομ.) χάνω την ισχύ: η διάταξη αυτή έχει ατονήσει
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–