ατομιστικός


ατομιστικός
Προφορά

Ετυμολογία
ατομιστικός ατομιστής

Ερμηνεία
επίθετο┘ ατομιστικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τον ατομισμό ή τον ατομιστή: ατομιστικές αντιλήψεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ατομιστικά (Κ ατομιστικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.