ατομικός
Προφορά
Ετυμολογία
ατομικός άτομον
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ατομικός -ή, -ό
✦ ο του ατόμου, του ανθρώπου ως προσώπου: ατομικά δικαιώματα – ατομικές ελευθερίες
✦ που ανήκει ή αναφέρεται σ’ ένα μόνο άτομο: ατομική ευθύνη
✦ (φυσ.) ο των ατόμων της ύλης: ατομική ενέργεια
✦ φρ. ατομικά όπλα, όπλα, βόμβες και γεν. κάθε πολεμικό μέσο του οποίου η ισχύς προέρχεται από την απελευθέρωση πυρηνικής ενέργειας – ατομική εποχή, χαρακτηρισμός της εποχής μας κατά την οποία γίνεται χρήση ατομικής ενέργειας
✦ ατομικός αριθμός, ο αριθμός των πρωτονίων στον πυρήνα ενός ατόμου – ατομικό βάρος, ο λόγος της μάζας του ατόμου ενός στοιχείου προς το ένα δωδέκατο του βάρους ενός ατόμου άνθρακα
Συνώνυμα
προσωπικός ,πυρηνικός
Αντίθετα
συλλογικός
Επιρρήματα
ατομικά (Κ ατομικώς)