ατολμία


ατολμία
Προφορά

Ετυμολογία
ατολμία αρχαία ελληνική ἀτολμία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ατολμία

✦ έλλειψη τόλμης: επέμεινε στη γραμμή του αυταρχισμού, που υποδηλώνει αδυναμία και ατολμία (Ελευθεροτυπία)

Συνώνυμα
διστακτικότητα, δειλία
Αντίθετα
αφοβία
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.